Αφού πέρασε ωραία, κάποια στιγμή, συνειδητοποιεί ότι έχει περάσει η ώρα και έχει ξημερώσει. Ταράζεται, λοιπόν, και φεύγει βιαστικά, ενώ στο μυαλό του προσπαθεί να σκεφτεί μια καλή δικαιολογία για να πει στη γυναίκα του, η οποία τον περίμενε στο σπίτι.
Πάει, λοιπόν, σε ένα ψιλικατζίδικο κοντά στο σπίτι του και ζητάει ένα κουτάκι με κιμωλίες. Γεμάτος απορία ο ψιλικατζής, τελικά, του δίνει ένα κουτάκι κιμωλίες.
Έτσι λοιπόν, ο Κώστας, αφού πρώτα έχει βάλει τα χέρια του μέσα στο κουτί με τις κιμωλίες, αποφασίζει να μπει στο σπίτι του. Εκεί τον περίμενε η γυναίκα του αναστατωμένη και αρχίζει να τον φωνάζει, γιατί άργησε να γυρίσει στο σπίτι κ.τ.λ.
Τότε, ο Κώστας της λέει ότι ήπιε ένα ποτηράκι παραπάνω, ότι στο δρόμο συνάντησε μια γοητευτική κυρία, η οποία τον προσκάλεσε στο σπίτι της και έγινε το μοιραίο και ζητάει από την γυναίκα του να τον συγχωρέσει.
Η γυναίκα του βλέπει τα χέρια του και του λέει: "Κώστα δεν αφήνεις τις βλακείες... πάλι στα μπιλιάρδα ήσουνα..."